- ἐναπόχρησις
- ἐναπό-χρησις,, εως, ἡ,A peculation, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναπόχρησις — ἐναπόχρησις, η (Α) κατάχρηση, σφετερισμός, υπεξαίρεση … Dictionary of Greek